Γιατί ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο

Κατηγορία Χιούμορ

ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ

Από τον Αντώνη Κυριαζή

 

Όλη η αλήθεια για τα γεγονότα της Έκτης Ημέρας της Δημιουργίας, κατά την οποία ο  Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο, όχι όμως χωρίς κάποια βοήθεια από τον Βεελζεβούλ, τον αρχηγό των δαιμόνων.

4412JK31245KJL53J51514
v

I

ΤΗΝ ΕΚΤΗ ΜΕΡΑ της δημιουργίας, ο Θεός κάλεσε τα πλάσματά του στην αίθουσα του Θρόνου για να τους μιλήσει. Ήρθαν λοιπόν όλες οι Αγγελικές Δυνάμεις, οι Δόξες, οι Κυριότητες, οι Θρόνοι και οι Εξουσίες. Μόλις μπήκαν στην αίθουσα άρχισαν να ψάλλουν μεγαλοφώνως τον τρισάγιο ύμνο, λέγοντας Άγιος, Άγιος, Άγιος, ώστε να προλειάνουν το έδαφος για την εμφάνιση του Μεγαλοδύναμου και να δημιουργήσουν την σχετική ατμόσφαιρα. Σε λίγο ενώθηκαν μαζί τους σε μια θεσπέσια μελωδία τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, ψάλλοντας Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια.
Οι ψαλμωδίες τους σκέπασαν κάπως τον θόρυβο που έκαναν μπαίνοντας στην αίθουσα του Θρόνου του Θεού τα τάγματα των αγγέλων, έχοντας το καθένα επικεφαλής έναν Αρχάγγελο. Ήταν ένα επιβλητικό θέαμα το να βλέπεις τις στρατιές τους να παρατάσσονται στοιχισμένες με απόλυτη τάξη. Οι άγγελοι λειτουργούν πάντοτε σε ομάδες σχηματίζοντας λόχους, τάγματα και ταξιαρχίες. Δεν μπορούσες να διακρίνεις πάνω τους κάποιο ατομικό χαρακτηριστικό, γιατί απλούστατα δεν έχουν. Κινούνται, διδάσκονται και ενεργούν πάντοτε ως λεγεώνα. Αντίθετα, οι Αρχάγγελοι έχουν ατομικά χαρακτηριστικά και σε σύγκριση με τους αγγέλους είναι γιγαντόσωμοι. Η θέα τους είναι φωτεινή και τα ρούχα τους συνήθως λευκά ή υπόλευκα, πράγμα που φανερώνει την καθαρότητά τους. Τροφή τους είναι η θέα του Θεού, τον οποίο βλέπουν κατά το μέτρο της δυνατότητάς τους. Μπήκαν στην αίθουσα σε άψογους σχηματισμούς, με τα λάβαρα και τα εμβλήματά τους.
Κάποια αναστάτωση προκλήθηκε όταν εμφανίστηκαν οι κατώτεροι θεοί. Αμέσως όλοι παραμέρισαν για να περάσουν. Η ομάδα των νεαρών μπήκε στην αίθουσα με ύφος αρειμάνιο και βλοσυρό, κοιτώντας τη σύναξη με μισό μάτι. Δεν ήταν διόλου τυχαίο που τους αποκαλούσαν αλήτες – πίσω από την πλάτη τους, φυσικά. Συνήθως περιπολούσαν εδώ κι εκεί μέσα στο σύμπαν, επιτηρώντας τα κατώτερα πλάσματα, δίνοντας διαταγές και ψάχνοντας αφορμή για καυγά. Ξεχώριζαν εύκολα γιατί καθένας είχε τη δική του αμφίεση και το δικό του ιδιότυπο γνώρισμα.
Για παράδειγμα, η κοπέλα που ονομαζόταν Γαία δεν είχε τίποτα το θεϊκό. Έμοιαζε περισσότερο με emotional cutter, τους τύπους που αργότερα θα αποκαλούσαν EMO. Όμως δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί ο άνθρωπος για να το γνωρίζουν, και η εμφάνιση της Γαίας με πράσινα μαλλιά και μια φράντζα στο πλάι που κάλυπτε το ένα μάτι, με κολλητό φόρεμα και πολλές ζώνες διάστικτες με καρφιά, ήταν για τα υπόλοιπα θεία όντα απωθητική. Μάλιστα μπήκε στην αίθουσα παραβαίνοντας το πρωτόκολλο, έχοντας μαζί της ως αξεσουάρ διάφορα ζωάκια από αυτά που είχε εναποθέσει ο Μεγαλοδύναμος στον πλανήτη που είχε υπό την επιστασία της. Μόλις σήμερα το πρωί ο Θεός είχε δημιουργήσει τα ζώα, τα ερπετά και τα θηρία κι αυτή δεν έχασε χρόνο. Ανάλογη ήταν και η εμφάνιση των υπόλοιπων αλητών, όπως ο Κρόνος, ο Άρης και ο Ποσειδώνας. Κράδαιναν επιδεικτικά αλυσίδες, τρίαινες και διάφορα άλλα αιχμηρά αντικείμενα. Όσο για την Αφροδίτη, από μόνη της ήταν ένα σκάνδαλο! Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε γιατί τους έπλασε ο Πανάγαθος. Αλλά έτσι είναι ο Κύριος, τέλειος στα έργα του και ανεξερεύνητος στη βούλησή του.

 

II

Οι χορωδίες των αγγέλων είχαν προγραμματίσει να υποδεχτούν τον Θεό με τον ιερό ύμνο: «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις». Το φως όμως που εισόρμησε ξαφνικά στην αίθουσα είχε τη δύναμη τρισεκατομμυρίων ήλιων. Όλοι τυφλώθηκαν. Αλλά και όταν το θάμπος άρχισε να υποχωρεί, σημάδι ότι ο Φιλεύσπλαχνος και Παντελεήμων Θεός είχε καταλάβει τη θέση του στον Θρόνο, το δέος της παρουσίας του ήταν τέτοιο που κανείς δεν τολμούσε να τον αντικρίσει κατάματα. Πώς μπορείς να αντικρίσεις το απείρως άπειρο; Όσοι είχαν πέσει στο πάτωμα παρέμειναν εκεί, ενώ από τον υπερμεγέθη Θρόνο άρχισαν να κυλούν ποτάμια πύρινης ενέργειας, που περιέργως όμως σκόρπισαν στην αίθουσα μια ευωδιαστή δροσιά. Τότε ακούστηκε η φωνή του Αιώνιου και Αμετάκλητου.
«Τις προηγούμενες πέντε ημέρες έφτιαξα τον κόσμο, εκεί όπου πρώτα υπήρχε χάος και άβυσσος! Πρώτα δημιούργησα το φως, εν τω μέσον του σκότους, για να μπορεί κανείς να βλέπει. Και ονόμασα το φως ημέρα και το σκότος νύχτα. Έπειτα έφτιαξα το στερέωμα, την πρώτη ύλη για τα όντα που σκόπευα να κατασκευάσω. Με ένα νεύμα έφτιαξα ήλιους και πλανήτες και ομάδες άστρων και γαλαξιών, ξηρές και θάλασσες, φυτά και ζώα και μύριους όσους ζωντανούς οργανισμούς. Δημιούργησα τα πάντα! Εγώ ειμί το Α και το Ω , ο ων και ο ην και ο ερχόμενος! Στο τέλος δημιούργησα εσάς, αγαπητά μου παιδιά, όχι αληθινά άυλους και ασώματους, όπως είμαι εγώ, αλλά χρησιμοποιώντας ύλη αιθέρια. Και σας δημιούργησα ως επιστάτες των έργων μου, για να τα θαυμάζετε και να τα υμνείτε».
«Μέγας είσαι Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!» αναφώνησαν εν χορώ οι συγκεντρωμένοι, που είχαν αρχίσει να ξαναβρίσκουν κάπως τον εαυτό τους. Στο μεταξύ οι εντεταλμένοι με την καταγραφή των λόγων του Κυρίου είχαν πιάσει δουλειά.
«Αλλά δεν σας κάλεσα γι’ αυτό εδώ σήμερα. Η δημιουργία πλησιάζει στο τέλος της – σχεδόν έχει τελειώσει. Μια ημέρα μόνο μένει: η σημερινή. Όλα τα πράγματα βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους στον αριθμό έξι. Και όπως ξέρετε: “Μία ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη, και χίλια έτη ως ημέρα μία”.
»Σταματήστε όμως να τραγουδάτε», είπε απευθυνόμενος στις χορωδίες των αγγέλων. «Απέχω πολύ από το να δηλώσω ευχαριστημένος! Τα έργα μου είναι φυσικά τέλεια, όμως… αισθάνομαι ότι κάτι λείπει. Λείπει αυτό που θα έκανε την δημιουργία ακόμη πιο τέλεια!»
Σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του.
«Λοιπόν, την ώρα που αναπαυόμουν στα άφατα δώματά μου, συνέλαβα μια καταπληκτική ιδέα! Να φτιάξω τον άνθρωπο!»
Η σιωπή στην αίθουσα ήταν τώρα εκκωφαντική.
«Αναρωτιέστε τι είδος θα είναι αυτό. Λοιπόν, δεν θα μοιάζει ούτε με τα ψάρια της θάλασσας, ούτε με τα πετεινά του ουρανού, ούτε με τα κτήνη και τα θηρία της γης, αλλά ούτε και με εσάς, αγαπητά μου παιδιά! Θα είναι όλα αυτά μαζί! Με άλλα λόγια, θα είναι ένα ον ξεχωριστό, το πιο τέλειο και πολύτιμο πλάσμα μέσα στην απέραντη δημιουργία!»
Η σιωπή στην αίθουσα ήταν τώρα αβάσταχτη.
«Αυτό το νέο ον, πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή μου, θα είναι το επιστέγασμα της δημιουργίας. Και όταν την έβδομη μέρα –δηλαδή αύριο– αποσυρθώ στα άφατα δώματά μου για να ξεκουραστώ, ο άνθρωπος θα αναλάβει αντ’ εμού τη συνέχιση της δημιουργίας!
»Λοιπόν, πώς σας φαίνεται; Σταματήστε να κοιτάζεστε μεταξύ σας και πείτε κάτι!»
Από την άκρη της αίθουσας ακούστηκε ένας ξερόβηχας. Όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους προς τα εκεί, κοιτώντας τον αστόχαστο που είχε τολμήσει να διαταράξει την θεία ομήγυρη. Ήταν ένας δαίμονας του πυρός ή μάλλον ο αρχηγός των δαιμόνων* – μια τάξη όντων για την οποία δεν επιτρεπόταν να μιλήσει κανείς.
«Ποιος είσαι και τι θέλεις; Έλα μπροστά και παρουσιάσου!»
«Μεγαλοδύναμε Θεέ…»
«Παντοδύναμε…»
«Συγγνώμη… Παντοδύναμε Θεέ! Συγχώρεσε όλους εμάς τους ταπεινούς υπηρέτες Σου που δεν αντιδράσαμε έτσι όπως περίμενε η Μεγαλειότης Σου! Όμως –και ας υποστώ όλες τις τιμωρίες αν το θράσος μου υπερβαίνει την έντιμη πρόθεσή μου– πρέπει να παρατηρήσω πως η εικόνα που μπορεί να σχηματίσει κάποιος για τον άνθρωπο, είναι μια εικόνα που δεν συγκινεί κανέναν. Η δημιουργία σου, Ύψιστε, αν μου επιτρέπεις, είναι γεμάτη με άπειρα πράγματα∙ και οποιοδήποτε από αυτά μπορείς να το παρομοιάσεις με οποιοδήποτε άλλο. Μπορείς να παρομοιάσεις τ’ αστέρια με φύλλα και τις θάλασσες με τις σκέψεις. Αλλά είναι κάπως αυθαίρετο να υπάρχει στο σύμπαν ένα ον, ο άνθρωπος, που δεν θα μοιάζει με κανένα άλλο πλάσμα. Αυτή η μοναδικότητά του θα είναι και η μοίρα του, μια μοίρα πανίσχυρη και αλύγιστη, αθώα και μαζί απάνθρωπη – αν μπορώ να το πω έτσι».
«Πώς είπαμε ότι σε λένε εσένα, παιδί μου;»
«Βεελζεβούλ, Υπέρτατε Θεέ».
«Φυσικά, φυσικά. Ξέρω ποιος είσαι, αφού εγώ σε έπλασα. Συνέχισε όμως, διότι φαίνεται ότι κάτι σπουδαίο θέλεις να πεις».
Ο Βεελζεβούλ έκανε μια βαθιά υπόκλιση.
«Λέω ότι θα ήταν άδικο, Μεγαλειότατε, το τελειότερο πλάσμα και κορωνίδα της δημιουργίας, ο άνθρωπος, να καταδικαστεί σε μοναξιά. Θα πρότεινα, λοιπόν, να τον πλάσεις όπως και τα υπόλοιπα πλάσματα, δηλαδή με διπλή φύση, αρσενικό και θηλυκό, ώστε να μπορεί να εξουσιάζει τα θηρία και τα κτήνη και τα ερπετά της γης, αλλά να έχει, βρε αδερφέ, κι έναν σύντροφο για παρηγοριά».
«Φυσικά και αυτό σκοπεύω να κάνω, Βεελζεβούλ! Απορώ πώς σκέφτηκες κάτι άλλο. Διότι “ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον!” Εσείς οι γραφείς, σημειώστε το όπως το λέω: θα φτιάξω στον άνθρωπο έναν βοηθό για να τον συντροφεύει.
»Ακούστε με όλοι! Θα πλάσω κατ’ εικόνα μου τους ανθρώπους, άνδρα και γυναίκα, και θα τους ευλογήσω λέγοντας: “Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης”.
»Θα παρατηρήσατε, πιστεύω, ότι μίλησα με γλώσσα βιβλική! Γι’ αυτό και θέλω οι ταχυγράφοι και οι καλλιγράφοι να σημειώσουν τα λόγια μου επακριβώς, ώστε να διατηρηθούν για τις επόμενες γενεές».
«Όμως, Πανάγαθε και Παντοδύναμε Θεέ», πετάχτηκε πάλι ο Βεελζεβούλ, «μήπως θα έπρεπε να σκεφτούμε και κάτι άλλο, το οποίο είμαι βέβαιος ότι το έχεις σκεφτεί πρώτος εσύ, καθώς όλοι εμείς αντλούμε από τη σοφία σου, της οποίας το βάθος αμυδρά μόνο αρχίζουμε και αντιλαμβανόμαστε!»
«Σε τι ακριβώς αναφέρεσαι, παιδί μου; Διότι ως Δημιουργός έχω φτιάξει τα πάντα εν σοφία, βεβαίως, βεβαίως!»
Από τα τάγματα των αγγέλων ακούστηκαν υμνωδίες: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ…»
Τους σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού. «Πες ότι έχει να πεις, Βεελζεβούλ, σύντομα όμως».
«Πατέρα και δημιουργέ των πάντων, είσαι αγαθός και ως αγαθός δεν έχεις ποτέ μέσα σου φθόνο για τίποτε. Γι’ αυτό και θέλεις να κάνεις τα πάντα ίδια με σένα, ώστε να μην υπάρχει τίποτε κατώτερο. Έτσι έκανες και με το σύμπαν, βάζοντας την άτακτη ύλη σε τάξη, πιστεύοντας ότι η δεύτερη είναι σε κάθε περίπτωση καλύτερη από την πρώτη. Άλλωστε για τον άριστο δεν είναι επιτρεπτό να κάνει οτιδήποτε άλλο πέρα από το ωραιότερο. Και αφού έφτιαξες τον κόσμο, στη συνέχεια έφτιαξες και εμάς ως ένα είδος επιστατών στο σύμπαν, τάζοντας άλλους στη γη, άλλους στη σελήνη και άλλους στα υπόλοιπα άστρα, σύμφωνα με το δίκαιο, ώστε εσύ να είσαι ανεύθυνος για τις μελλοντικές κακίες του καθενός από εμάς, τα δημιουργήματά σου. Όλη αυτή η θεϊκή τάξη κινδυνεύει τώρα να ανατραπεί από το νέο πλάσμα που θέλεις να φτιάξεις. Μήπως θάπρεπε να το ξανασκεφτείς…»
Όλοι κοίταζαν τώρα με γουρλωμένα μάτια τον τρελό που είχε τολμήσει να αμφισβητήσει τη θεία σοφία.
«Συνέχισε, Βεελζεβούλ. Το γιατί όμως κινδυνεύει η δημιουργία από τον άνθρωπο, από τη στιγμή που θα είναι ίδιος με εμένα, ομολογώ ότι δεν το καταλαβαίνω».
«Γιατί εμείς, ως δεύτεροι μετά από εσένα, Κύριε, λειτουργούμε με βάση τους νόμους που έχεις θέσει στο σύμπαν, κυβερνώντας τα θνητά πλάσματα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, εκτός από την περίπτωση που τα ίδια γίνουν αιτία συμφοράς για τον εαυτό τους. Κάνοντας όμως τον άνθρωπο ίδιο με εσένα, αιώνιο και παντοδύναμο, τότε γιατί αυτός να έχει ανάγκη τους νόμους σου; Θα θεσπίσει δικούς του και δεν αποκλείεται να στραφεί μια μέρα εναντίον σου, διασαλεύοντας την θεϊκή τάξη».
«Τι είναι αυτά που λες, Βεελζεβούλ; Δεν το κρύβω, αρχίζεις και μ’ ανησυχείς».
«Πώς σκοπεύεις να κάνεις τον άνθρωπο όμοιό σου;»
«Βάζοντας τη δική μου σοφία στο κεφάλι του. Βέβαια όχι όλη τη σοφία μου, αλλά το άνθος της, ή αν θες το ιδεολόγημά της».
«Θα πρότεινα να μην βάλεις το ιδεολόγημα που θέλεις να του δώσεις στο κεφάλι του».
«Μπα; Και πού να το βάλω;»
«Να το βάλεις λίγο πιο χαμηλά».
«Δηλαδή πού; Στο λαιμό του;»
«Λίγο πιο χαμηλά…»
«Στο στήθος του;»
«Λίγο πιο χαμηλά ίσως…»
«Μ’ έσκασες! Πού θέλεις; Στην κοιλιά του;»
«Για την ακρίβεια στο στομάχι του, Πανάγαθε!»
«Γιατί στο στομάχι του;»
«Για να μην σκέφτεται τίποτε άλλο πέρα από την πείνα και τη δίψα. Αυτό θα τον κρατά συνεχώς απασχολημένο στο να αναζητά τροφή. Έτσι, δεν θα του μπουν ποτέ στο μυαλό ιδέες να επαναστατήσει εναντίον σου και να σε αποκηρύξει από Κύριο και Θεό του».
«Λες να το κάνει; Ομολογώ ότι έχεις ένα δίκιο. Ας γίνει έτσι, λοιπόν. Ότι σκέφτεται ο άνθρωπος θα αφορά αποδώ και πέρα το στομάχι του. Λοιπόν, τελειώσαμε. Θα αποσυρθώ τώρα στα άφατα δώματά μου για να αναπαυθώ. Διότι έχω λίγη δουλειά ακόμη. Και όταν θα έλθει η εσπέρα, θα φτιάξω τον άνθρωπο, όπως συμφωνήσαμε. Πού όμως να τον τοποθετήσω;»
Η ματιά του Υψίστου έπεσε πάνω στη Γαία.
«Για πλησίασε, κοριτσάκι. Έχεις καμιά αντίρρηση να βάλω τον άνθρωπο στον πλανήτη σου;»
«Έχεις βάλει πάνω μου τόσα και τόσα τσιμπούρια. Ένα ακόμη δεν βλάπτει».
«Για πρόσεχε πώς μιλάς! Και βγάλε αυτό το πράγμα που μασάς από το στόμα σου».
«Είναι μαστίχα. Βγαίνει από ένα δέντρο που φύτεψες στον πλανήτη μου».
«Ξέρω τι είναι μαστίχα, η μυρωδιά της άλλωστε φτάνει έως εδώ. Λοιπόν, δεν έχεις αντίρρηση, έτσι;»
Η Γαία ανασήκωσε τους ώμους της. «Αν σ’ αρέσει εσένα, εμένα δεν με κόφτει», είπε και ξανάβαλε τη μαστίχα στο στόμα της.
«Τι χαριτωμένο παιδί! Έλα, Βεελζεβούλ, τι θέλεις πάλι».
«Την άδειά σου, Ύψιστε, να είμαι κι εγώ εκεί, μαζί με τη Γαία, για να επιβλέπω τον άνθρωπο, χωρίς να παραμελώ βεβαίως τα άλλα καθήκοντά μου».
«Τι λες, Γαία; Θα τον αφήσεις να έρθει μαζί σου;»
Η Γαία έβγαλε τη γλώσσα της στον Βεελζεβούλ.
«Νομίζω ότι δεν έχει αντίρρηση. Λοιπόν, τελειώσαμε. Πηγαίνετε τώρα όλοι στην ευχή του Θεού. Και αύριο θα συγκεντρωθούμε εδώ για το κλείσιμο των εργασιών, κηρύσσοντας το επίσημο τέλος της δημιουργίας».
v

5412JK31245KJL53J51514
v

ΙΙΙ

Οι άγγελοι άρχισαν να τραγουδούν το Ωσαννά εν τοις υψίστοις και όλοι ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν, με πρώτον βεβαίως τον Πανάγαθο, όταν μια κραυγή διατάραξε την κατάνυξη της θείας ομήγυρης.
Η κραυγή προερχόταν –από ποιον άλλον;– από τον Βεελζεβούλ!
«Θεέ και Κύριε, ξεχάσαμε κάτι σημαντικό!»
«Τι είναι πάλι, Βεελζεβούλ; Ελπίζω να είναι κάτι πολύ σημαντικό…»
«Παντοδύναμε! Ξεχάσαμε την αθανασία! Διότι εάν κατάλαβα καλά, σκοπεύεις να κάνεις τον άνθρωπο αθάνατο».
«Φυσικά και σκοπεύω να τον κάνω αθάνατο. Είναι ένα δώρο που κάνω σε όλα τα πλάσματά μου, πλην βεβαίως των πετεινών του ουρανού και των ιχθύων της θάλασσας και των κτηνών και των ερπετών της γης. Αυτά δεν την χρειάζονται, διότι είναι άλογα. Όμως, επειδή είναι άλογα, δεν μετρούν τον χρόνο, οπότε από μια άποψη μετέχουν κι αυτά της αιωνιότητας. Άλλωστε ξέρεις κανέναν που να μην θέλει την αθανασία;»
«Απλώς σκέπτομαι…»
«Κάνε γρήγορα. Διότι έχω ένα σύμπαν να τελειώσω».
«Μπαίνω στη θέση του ανθρώπου. Κατοικώ στη Γη και ζω ας πούμε δύο ή τρεις χιλιάδες χρόνια, και ύστερα βαριέμαι τη ζωή μέχρι αηδίας. Αφού τίποτα δεν θα μπορεί να αλλάξει, θα πρέπει να ζω στην αιωνιότητα, βλέποντας γύρω μου συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Αυτό, Παντοδύναμε Θεέ, είναι χειρότερο κι απ’ την κόλαση, αν βέβαια υπήρχε κόλαση…»
«Αυτό σε απασχολεί, Βεελζεβούλ; Θα σου πω το εξής. Αν εσύ ο ίδιος, ως άνθρωπος, θελήσεις να βάλεις ένα τέλος στην ύπαρξή σου, θα σου δώσω τη δυνατότητα ώστε να μπορείς ανά πάσα στιγμή να πας να συναντήσεις τους προγόνους σου – αν βέβαια έχεις προγόνους! Ξέχασες νομίζω ότι στη Γη υπάρχει χρόνος!»
«Κατάλαβα», μουρμούρισε ο Βεελζεβούλ. «Το κόλπο του χρόνου. Ο φουκαράς ο άνθρωπος θα ζει και θα γερνά έως ότου θα έχει γίνει το πιο σαράβαλο απ’ όλα τα γέρικα σαράβαλα, ένα άχρηστο, σάπιο κούτσουρο. Και θα συνεχίσει να ζει σ’ αυτή την κατάσταση για αιώνες; Τι είδους αθανασία είναι αυτή που του προσφέρεις;»
«Γιατί πηγαίνεις στα άκρα, παιδί μου; Υπάρχουν άπειρες λύσεις. Για παράδειγμα, κάθε άνθρωπος θα μπορεί να διαλέξει όποια ηλικία θέλει, την πιο όμορφη, ας πούμε των 25 ετών. Θα μπορεί να παραμείνει 25 ετών για πάντα! Τι πιο ωραίο! Τι πιο σοφό!»
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας», άρχισαν να ψάλουν τα χερουβείμ και τα σεραφείμ.
«Το σχέδιό σου έχει μια ατέλεια», φώναξε ο Βεελζεβούλ, προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τους πανηγυρικούς ύμνους.
«Ατέλεια; Είπες ατέλεια;» Η φωνή του Μεγαλοδύναμου ήταν βροντερή, οργισμένη. Οι ψαλμωδίες κόπηκαν μαχαίρι.
«Με όλο το σεβασμό, ας υποθέσουμε ότι κάποιος στα 25 του χρόνια ερωτεύεται μια όμορφη γυναίκα. Παντρεύονται και κάνουν παιδιά. Η γυναίκα του γερνάει, τα παιδιά του μεγαλώνουν, τον φτάνουν σε ηλικία και τον ξεπερνούν, ενώ ο ίδιος παραμένει όμορφος και νεαρός – δηλαδή στην πραγματικότητα ένας ξένος γι’ αυτούς. Τι είδους ζωή είναι αυτή που του προσφέρεις;»
«Τότε μπορεί να γίνει διαφορετικά» είπε μειλίχια ο Θεός. «Θα γερνά με την ίδια ταχύτητα, όπως η γυναίκα και τα παιδιά του, μέχρι ένα ορισμένο σημείο, ας πούμε τα 90 χρόνια. Ύστερα, όταν πια θα είναι μόνος του, ο άνθρωπος θα αρχίσει να μικραίνει σε ηλικία, αντιστρέφοντας το χρόνο. Θα αρχίσει να γίνεται όλο και νεώτερος μέχρι να φτάσει ξανά στην παιδική ηλικία, οπότε και θα αρχίσει πάλι από την αρχή.
«Θεέ μου, αυτό είναι εντελώς παράλογο!» διαμαρτυρήθηκε ο Βεελζεβούλ.
«Απλώς προτείνω διάφορες εναλλακτικές λύσεις» είπε ο Θεός.
«Θα μπορούσαμε ίσως να τροποποιήσουμε αυτό που είπες πριν, ως εξής: ο άνθρωπος θα ζει όπως κάθε άλλο έμβιο ον, προσεγγίζοντας βαθμιαία μια οριακή γραμμή – ας πούμε τα 90 χρόνια. Ύστερα θα πεθαίνει και θα ξαναγεννιέται αμέσως σαν μωρό, ζώντας μια ολόκληρη ζωή έως τα 90 όπου θα πεθαίνει για να γεννηθεί ξανά κ.ο.κ. Και αυτό θα συνεχίζεται για πάντα».
«Προτείνεις, δηλαδή, να ζει σαν παιδί και νέος ξανά, έχοντας την ψυχή και την πείρα ενός ώριμου που έχει ζήσει για πολλά-πολλά χρόνια. Σε κατάλαβα σωστά;»
Ο Βεελζεβούλ κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
«Τώρα εσύ κάνεις λάθος. Για σκέψου: ο άνθρωπος θα είναι 7 χρονών, όμως θα έχει το μυαλό και τις εμπειρίες ενός μεγάλου. Θα πρέπει συνεχώς να προσποιείται στους φίλους και τους συγχρόνους του, γιατί διαφορετικά θα απομονωθεί εντελώς. Αφού ο νους του στην πραγματικότητα θα είναι ο νους ενός γέρου 90 ετών».
«Ώστε, λοιπόν, τι; Φτάσαμε σε αδιέξοδο;»
Ο Βεελζεβούλ βυθίστηκε σε σκέψεις. Ύστερα από λίγο αναφώνησε:
«Εύρηκα! Να τι θα κάνουμε: αφού ο άνθρωπος ζήσει φτάνοντας σε μια αρκετά μεγάλη ηλικία, θα παραδίδει την ψυχή του σε σένα Θεέ, τον γεννήτορα και πλάστη του, όπως και κάθε άλλος. Στη συνέχεια θα ξαναγεννιέται μεταμφιεσμένος σε άλλο άτομο, έχοντας ξεχάσει ολοκληρωτικά –ακούς, ολοκληρωτικά! – ποιος ήταν στην προηγούμενη ζωή του. Θα γίνεται παιδί, ώριμος και γέρος ξανά και ξανά για πάντα. Θάνατος και επαναγέννηση, χωρίς να το γνωρίζει! Έτσι, θα είναι θνητός αθάνατος και αθάνατος θνητός!»
«Αυτή είναι πράγματι μια μεγαλοφυής ιδέα» είπε ο Θεός στην κατάπληκτη, για την τροπή που είχε πάρει η συζήτηση, θεία ομήγυρη. «Βεβαίως θα έπρεπε να δώσω συγχαρητήρια στον εαυτό μου, που έφτιαξα ένα τόσο έξυπνο πλάσμα, όμως δεν θα το κάνω». Και προς μεγάλη κατάπληξη όλων, ο Θεός σηκώθηκε από τον θρόνο του και υποκλίθηκε στον Βεελζεβούλ!
«Υποκλίνομαι στη σοφία του Βεελζεβούλ! Γιατί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο καθετί ζωντανό στον κόσμο θα μένει ζωντανό για πάντα!»

 

ΙV

Η σύναξη των θεών είχε τελειώσει. Βγαίνοντας από την αίθουσα του Θρόνου, η Γαία πλησίασε τον Βεελζεβούλ. «Πιο χαμηλά, πιο χαμηλά… Να πεινάει, να διψάει…» έκανε, ειρωνικά μιμούμενη την φωνή του. «Τελικά, στέρησες τον άνθρωπο από κάθε θεία ιδιότητα∙ τον έκανες ένα ακόμη ζώο. Μπράβο σου!»
Εκείνος έμεινε σκεφτικός. Ύστερα ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. «Πόσα λίγα ξέρεις! Μπορεί μια μέρα να κάνω στον άνθρωπο ένα δώρο, το δώρο της φωτιάς της γνώσης και του λογισμού. Αν αποδείξει ότι είναι άξιος. Με το δώρο αυτό θα μπορέσει να ξανακερδίσει όλες τις θείες ιδιότητες που έχασε», είπε ο Βεελζεβούλ που το άλλο του όνομα ήταν Προμηθέας**.
Αλλά η Γαία του είχε ήδη γυρίσει την πλάτη.

________________

* Κατά τον Πλάτωνα (Κρατύλος, 397e-398c) οι δαίμονες βρίσκονται ενδιάμεσα μεταξύ θεών και ανθρώπων. Οι αγαθοί δαίμονες ορίζονται ως οι «δαήμονες» (ειδήμονες, σοφοί) και οι επιστήμονες των θείων νόμων. Για τον προσωπικό δαίμονα του καθενός, βλ. Μενάνδρου, απ. 550-551-4: «άπαντι δαίμων ανδρί συμπαρίσταται ευθύς γενομένω, μυσταγωγός του βίου αγαθός∙ κακόν γαρ δαίμον’ ου νομιστόν είναι βίον βλάπτοντα χρηστόν» (σε όλους τους ανθρώπους μόλις γεννηθούν έρχεται συμπαραστάτης ένας δαίμονας, αγαθός καθοδηγητής του βίου∙ γιατί δεν πιστεύεται ότι υπάρχει κακός δαίμονας που να βλάπτει τον χρηστό βίο ενός ανθρώπου). Πρβλ. Πλουτάρχου Περί του Σωκράτους δαιμονίου, 590Α-592Ε.

** Σύμφωνα με την ελληνική Μυθολογία, ο Προμηθέας έπλασε τον άνθρωπο από χώμα και νερό, αναμειγνύοντας στον πηλό την ύλη διαφόρων ζώων. Έτσι, ο άνθρωπος είχε τη δειλία του λαγού, την πονηριά της αλεπούς, την αλαζονεία του παγωνιού, την ωμότητα της τίγρης και την ανδρεία του λιονταριού. Αλλά επειδή ήταν άλογος, ο Προμηθέας έκλεψε το πυρ των θεών (τον νου, τον λογισμό) και το χάρισε στον άνθρωπο που διαφοροποιήθηκε έτσι από τα ζώα.
v

© 2016 Youmagazine.gr

 


Κράτα το

Κράτα το

Κράτα το

Translate this post