«Οι Σχεδιαστές του κόσμου»: Ελληνικός μαγικός ρεαλισμός σε βαθμό υπερθετικό
BOOK CORNER | Ενημ. 10/02/2025, 16:44 | Ενημ. 10/03/2025, 17:14
Από τον Αντώνη Κυριαζή
Παρουσίαση του μυθιστορήματος «Οι Σχεδιαστές του κόσμου – Ιστορίες από τη Χρυσή Πόλη» του Α.Ν. Πανά (εκδόσεις Πίρωμις).

Image: Supplied
v
ΑΝ ΜΑΓΙΚΟΣ ρεαλισμός είναι η ανάμειξη του φυσικού με το υπερφυσικό στοιχείο, τότε το μυθιστόρημα «Οι Σχεδιαστές του κόσμου – Ιστορίες από τη Χρυσή Πόλη», του Αναστάσιου Ν. Πανά (εκδ. Πίρωμις) ανήκει σε αυτό το είδος μυθοπλασίας – είδος σχετικά σπάνιο στη χώρα μας.
Όπως είναι γνωστό, ο όρος μαγικός ρεαλισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό κριτικό τέχνης Φραντς Ροχ και αφορά στο λογοτεχνικό είδος που άκμασε μετά από το τέλος της αποικιοκρατίας, και που συνδυάζει φανταστικά και μυθικά στοιχεία με μια, κατά τα άλλα, ρεαλιστική μυθοπλαστική προσέγγιση. Κύριος εκπρόσωπός του είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, με τη μυστηριακή και ονειρική γλώσσα του «Εκατό χρόνια μοναξιά».
Ωστόσο, το πρώτο μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού γράφτηκε αιώνες πριν και δεν είναι άλλο από το «Οι Μεταμορφώσεις» ή «Ο χρυσός γάιδαρός» του Απουλήιου που γράφτηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. και διασώζει τον περίφημο μύθο του Έρωτα και της Ψυχής.
Το ευφάνταστο, τολμηρό και πρωτότυπο έργο του Α.Ν. Πανά δεν τοποθετεί τη δράση του στη Θεσσαλία, το “λίκνο της μαγείας”, αλλά σε έναν άλλο χώρο, τη Χρυσή Πόλη, η οποία βρίσκεται σε έναν παράλληλο κόσμο με τον δικό μας. Αυτό που ονομάζουμε “σύμπαν” έχει όρια. Είναι ένας τόρος με διάμετρο 93 δισεκατομμύρια έτη φωτός. Τι υπάρχει έξω από αυτό; Μήπως ένας άλλος κόσμος, που, αν και άγνωστος, κρατάει τα κλειδιά του δικού μας κόσμου;
ν

ν
Οι Σχεδιαστές του κόσμου – Ιστορίες από τη Χρυσή Πόλη
Συγγραφέας: Αναστάσιος Ν. Πανάς
ISBN: 9781326712266
Πρώτη έκδοση: Ιανουάριος 2025
Σελίδες: 288
Διαστάσεις: 21,5×14
Εκδόσεις: Πίρωμις
ν
Ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο
Οι «Σχεδιαστές του κόσμου» είναι ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο. Το ταξίδι στον χρόνο γίνεται μέσα από άγνωστα εν πολλοίς περιστατικά της ιστορίας – από την πολιορκία των Ευεσπερίδων (αποικίας των αρχαίων Ελλήνων στην Κυρηναϊκή) από το λαό των Ιννιάρτου μέχρι την παρουσία του Τάγματος των Ναϊτών στην Παλαιστίνη και από τον ερωτύλο Μπέρτι, Βρετανό πρίγκιπα των Ινδιών, έως τα επαναστατικά κινήματα στη Λατινική Αμερική.
Το ταξίδι στο χώρο γίνεται με την περιγραφή της Χρυσής Πόλης, η οποία στη Γη είναι γνωστή με πολλά ονόματα: Ηλύσια Πεδία, Νησιά των Μακάρων, Κήπος της Εδέμ και μεταγενέστερα ως Σαμπάλα, Αγκάρθα και Σάνγκρι-Λα. Στην πόλη αυτή κατασκευάζουν τώρα τον “αθάνατο άνθρωπο”, ένα νέο είδος που δεν θα έχει τους περιορισμούς του σημερινού ανθρώπου. Και τι θα γίνει με όσους βρίσκονται τώρα στη Γη; Θα σωθούν ή θα αναλωθούν σε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα; Οι Σχεδιαστές είναι οι μόνοι που γνωρίζουν τα απόκρυφα σχέδια του Κυρίου του Κόσμου.
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, το μυθιστόρημα είναι ένα; πολύ καλός συνδυασμός φαντασίας, φιλοσοφία, επιστήμης και αφήγησης. Είναι από τα βιβλία που διαβάζονται απνευστί, αφήνοντας ικανοποιημένο και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Η σκηνή άλλαξε πάλι. Τώρα βρισκόμουν σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί από πέτρα και σίδηρο, την Κύθνο. Κοντά στην παραλία, στη θέση Σκουριές, η σκαπάνη έφερε στο φως αυτό που θεωρήθηκε ως η μεγαλύτερη αρχαιολογική ανακάλυψη του εικοστού πρώτου αιώνα: έναν αρχαϊκό ναό σε άριστη κατάσταση, με ένα γιγαντιαίο άγαλμα θεού άθικτο στο εσωτερικό του. Η ανακάλυψη έγινε αμέσως παγκόσμια είδηση και σύντομα άρχισαν να καταφτάνουν στο άγονο νησί καραβιές από αρχαιολόγους, φοιτητές και τουρίστες για να θαυμάσουν από κοντά τον ναό, να βοηθήσουν στις ανασκαφές, ή απλά να κάνουν διακοπές.
Το βράδυ, ο αρχαιολογικός χώρος ερήμωνε. Προσωπικό και περιηγητές πήγαιναν στον Μέριχα, το λιμάνι του νησιού, για να φάνε, να χορέψουν και να διασκεδάσουν. Κάποιες φορές το γλέντι κρατούσε μέχρι το πρωί. Περίμενα ν’ ανέβει ψηλά το φανάρι του ουρανού και να φωτίσει το τοπίο με το μυστηριακό φως του, πριν επιχειρήσω να μπω στο ναό. Εκτός από τους ανασκαφείς και λίγους ειδικούς, κανείς άλλος δεν είχε δει το εσωτερικό του. Η είσοδος ήταν απαγορευμένη. Αλλά η έλξη που ένιωθα ήταν ακατανίκητη.
Σκεπασμένος από χώματα αιώνων, ο ναός ήταν θαμμένος βαθιά μέσα στη γη και οι ανασκαφείς αγωνίστηκαν για να τον φέρουν στο φως. Τα χώματα που είχαν βγάλει από το εσωτερικό του, στοιβαγμένα ολόγυρα σε σωρούς, δημιουργούσαν ένα προστατευτικό τείχος που έκρυβε το ναό από τα αδιάκριτα μάτια.
Η αναρρίχηση ήταν εύκολη κι όταν έφτασα στην κορυφή του σωρού, το φως της Σελήνης έγινε αιματώδες. Βρισκόμουν τώρα στο ίδιο ύψος με τη σκεπή του ναού. Από ένα άνοιγμα ψηλά σ;τον τοίχο, εισχώρησα στο εσωτερικό του. Ο ίδιος ο ναός ήταν απλός, το είδος που οι αρχαιολόγοι αποκαλούν “δίστηλος ναός εν παραστάσι” και αν δεν υπήρχε το τριγωνικό αέτωμα, θα νόμιζες ότι είχες μπροστά σου μια πέτρινη αποθήκη. Δεν υπήρχαν ελικοειδή κιονόκρανα, ούτε άλλα διακοσμητικά στοιχεία και παραφερνάλια. Οι πλίνθινοι τοίχοι ήταν γυμνοί και το χρώμα τους κοκκινωπό, αλλά μπορεί και να έφταιγε το φως του φεγγαριού.
Κρεμάστηκα απ’ τα χέρια και έπεσα μέσα στο ναό. Αρχαία σκόνη γέμισε τα ρουθούνια μου. Έμεινα για λίγο ακίνητος, περιμένοντας να κατακαθίσει το σύννεφο. Το άγαλμα του θεού, σε ύπτια θέση, με τη ράχη στο έδαφος, έμοιαζε να κοιμάται. Το μέγεθός του υπερφυσικό. Πρέπει να είχε ύψος δέκα με δώδεκα μέτρα. Τα πόδια του ήταν στραμμένα προς την είσοδο του ναού, όπου ήταν η ανατολή και η θάλασσα. Το κεφάλι του προς τον οπισθόδομο και τη δύση.
Σηκώθηκα κι άρχισα να εξερευνώ τον χώρο. Στον δυτικό τοίχο, κοντά στο κεφάλι του αγάλματος, υπήρχαν ίχνη από το κιγκλίδωμα που χώριζε τον σηκό από το άδυτο, όπου κάποτε υπήρχε θησαυρός. Τώρα δεν υπήρχε τίποτα. Πήγα από την άλλη μεριά της αίθουσας μήπως εντοπίσω κάτι – κάποιο λατρευτικό σκεύος, κάποιο αφιέρωμα, κάποιο ειδώλιο. Το μόνο που συναντούσα ήταν μόρια σκόνης ανακατεμένα με μόρια χρόνου.
Ξημέρωνε. Έπρεπε να φύγω, αλλά πώς; Είχα παγιδευτεί. Το άνοιγμα από το οποίο είχα μπει, ήταν πολύ ψηλά για να το φτάσω. Στον θριγκό του ναού, πάνω από την είσοδο, υπήρχε ένας φεγγίτης – μια οπή κυκλική, αρκετά μεγάλη, αλλά όχι τόσο ώστε να μπορεί να περάσει άνθρωπος. Αναλογιζόμουν τις συνέπειες, όταν μια ακτίνα φωτός μπήκε από τον φεγγίτη κι έπεσε πάνω στο μέτωπο του θεού, ανάμεσα στα μάτια. Και το άγαλμα απέκτησε ζωή! Ο θεός σηκώθηκε όρθιος, τινάζοντας τη σκόνη απ’ τον χιτώνα του. Την ίδια στιγμή, οι πύλες άνοιξαν και βγήκε έξω, στο πρωινό φως, ποιος ξέρει μετά από πόσους αιώνες ύπνου. Ένα θαύμα είχε συντελεστεί μπροστά στα μάτια μου και μόλις συνήλθα απ’ την κατάπληξη, έτρεξα να τον προλάβω. Στην ακτή, προσπάθησα να συντονίσω το βήμα μου με το δικό του. Ήταν δύσκολο. Κάτω απ’ τα πόδια μου, τα βότσαλα της ακρογιαλιάς υποχωρούσαν, δυσκολεύοντας το περπάτημα. Δίχως να στραφεί, ο θεός άρχισε να μιλά κι αυτό μου φάνηκε πιο εξαίσιο και πιο συνταρακτικό από το γεγονός ότι ένα άγαλμα είχε αναστηθεί.
Υπάρχουν δυο ειδών θεότητες, οι ειρηνικές και οι οργισμένες. Ο δικός μου θεός –ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση οικειότητας– ήταν οργισμένος. Μαζί μου. Με επέπληττε επειδή είχα ξεχάσει ποιος ήμουν. Χρόνια τώρα πορευόμουν στα τυφλά κι είχα χαθεί.
«Όταν ανεβαίνεις σε ξένα άρματα, κινδυνεύεις να χάσεις για πάντα το δικό σου…»
Τα υπόλοιπα λόγια χάθηκαν στον πρωινό αέρα. Θυμάμαι μόνο αυτή τη φράση. Τη θυμάμαι γιατί την ίδια στιγμή πήρα μια απόφαση: να πάω στη Χρυσή Πόλη για να ανακτήσω το χαμένο μου όνομα. Τίποτε δεν με κρατούσε πια εδώ. Και ίσως μάθαινα την απάντηση σε κάποιο από τα μεγάλα οντολογικά ερωτήματα – ποιος είμαι και για ποιον σκοπό είχα έρθει στη Γη…
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
O Αναστάσιος Ν. Πανάς γεννήθηκε στη Χαλκίδα. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ και είναι πεζογράφος, ποιητής και καλλιτέχνης. Υπήρξε διευθυντής των περιοδικών “Το Ανεξήγητο – Μυστήρια της σκέψης, του χώρου και του χρόνου” και “Mystc View”. Επισκέφθηκε πολλές φορές το CERN και πήρε συνεντεύξεις από Έλληνες και ξένους φυσικούς. Το βιβλίο «Οι Σχεδιαστές του κόσμου – Ιστορίες από τη Χρυσή Πόλη» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.