Η άνοδος και η πτώση του εισοδήματος των Ελλήνων

Κατηγορία Οικονομία

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Από τον Κώστα Αλεξανδρόπουλο

 

Είναι η Ελλάδα πλούσια ή φτωχή χώρα; Πού τοποθετείται σήμερα η χώρα μας σε σχέση με την ποσότητα και την ποιότητα ζωής και ποιο το μέλλον της;

ν

ΤΟ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΟ προφίλ της Ελλάδας θα μπορούσε να βελτιωθεί εάν συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και ισχυροποιηθεί η ανάπτυξη, ανέφερε χθες Πέμπτη ο οίκος αξιολόγησης Moody’s.

«Η αξιολόγηση μπορεί να αναβαθμιστεί εάν η νέα κυβέρνηση συνεχίσει να εφαρμόζει τις δεσμεύσεις της έναντι της ευρωζώνης, που περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ισχυρότερων επενδύσεων, καθώς και τη διατήρηση των δημοσιονομικών μέτρων», γράφει στο ετήσιο report της η Kathrin Muehlbronner, αντιπρόεδρος της Moody’s.

«Η ταχύτερη της αναμενόμενης βελτίωση της υγείας του τραπεζικού τομέα θα είναι επίσης θετική», προσθέτει.

«Ενώ αναμένουμε μείωση του φορτίου χρέους της γενικής κυβέρνησης στα επόμενα χρόνια, (το χρέος) θα παραμείνει πολύ υψηλό και η Ελλάδα ίσως χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση χρέους μεσοπρόθεσμα», επισημαίνει στην έκθεσή της.

Η Moody’s αξιολογεί την Ελλάδα με Β1 και σταθερές προοπτικές.

Εντύπωση και ερωτηματικά προκάλεσε ένα απόσπασμα της ετήσιας έκθεσης, το οποίο γράφει ότι «η πιστωτική ισχύς της Ελλάδας οφείλεται στον σχετικά πλούσιο πληθυσμό της»!
ν

ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΛΟΥΣΙΑ Ή ΦΤΩΧΗ;

Σίγουρα η Ελλάδα δεν είναι φτωχή χώρα, ούτε όμως συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πλούσιες χώρες. Ως προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (GDP), δηλαδή τη συνολική αξία των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται κατά τη διάρκεια ενός έτους, η Ελλάδα βρίσκεται στην 53η θέση, ανάμεσα σε 194 χώρες. Βρίσκεται πιο κάτω από χώρες όπως η Ινδία, η Αργεντινή, η Κολομβία και το Πακιστάν, αλλά πιο πάνω από το Κατάρ, το Κουβέιτ και τη Νέα Ζηλανδία.

Είναι πιο πλούσια ακόμη κι από την Τουρκία που μετέχει στους G20, αν συγκρίνουμε το κατά κεφαλήν εισόδημα των δύο χωρών: της Τουρκίας ήταν 15.026 δολάρια το 2018, ενώ της Ελλάδας 23.558 δολάρια το ίδιο έτος. (Πηγή: Trading Economics).

Αυτό φαίνεται και από την νομισματική ισοτιμία: 1 ευρώ ισούται με 6,3 τουρκικές λίρες.

Παρ’ όλα αυτά, το ποσό των 23.558 δολαρίων ή 21.157 ευρώ κατά κεφαλήν εισόδημα είναι λογιστικού χαρακτήρα και όχι πραγματικό.

Αν ήταν πραγματικό, θα σήμαινε ότι κάθε Έλληνας βγάζει το μήνα 1.700 ευρώ, κάτι που βέβαια δεν αληθεύει. Και πώς να αληθεύει όταν υπάρχει 20% ανεργία, όταν 2,7 εκατομμύρια φτωχοποιημένοι Έλληνες χρωστούν στις τράπεζες 100 δισ. ευρώ, όταν 1,5 εκατομμύριο Έλληνες (το 15% του συνολικού πληθυσμού) ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, όταν 500.000 ελληνόπουλα έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό;

Το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων τοποθετείται –στην καλύτερη περίπτωση– κάπου μεταξύ 14.000 και 16.000 ευρώ.

Οι Έλληνες ‒λαός έξυπνος, ικανός και εργατικός‒ κατάφεραν μετά τον εμφύλιο πόλεμο να κάνουν σε λίγες δεκαετίες τη χώρα τους από φτωχή πλούσια και να αυξήσουν το κατά κεφαλήν εισόδημα από 6.000 δολάρια το 1960 στα 23.500 δολάρια το 2018, παρά την οικονομική κρίση που μεσολάβησε.

Υπήρξαν και καλύτερα χρόνια, όπως το 2007 όταν το ετήσιο εισόδημα των Ελλήνων είχε φτάσει πάνω από 30.000 δολάρια ή 27.000 ευρώ.

Προδόθηκαν όμως από τους πολιτικούς τους, οι οποίοι υπηρετούν συνήθως συμφέροντα αλλότρια και όχι το εθνικό συμφέρον.
ν

Η δραματική πτώση του εισοδήματος των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης (2009-2018). Πηγή: Trading Economics
ν

Η δραματική αύξηση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας την ίδια περίοδο (2009-2018). Πηγή: Trading Economics
ν

Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται υπό τον οικονομικό έλεγχο των Γερμανών και τον στρατιωτικό έλεγχο των Αμερικανών (οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, δεν θα δίσταζαν να τη διαμελίσουν για να δώσουν τα κομμάτια της στην Τουρκία ώστε να μην φύγει από την επιρροή τους), κατάφερε και άντεξε και άρχισε πάλι να ορθοποδεί. Όχι από τους χειρισμούς των πολιτικών της αλλά από τη δουλειά και το πείσμα του λαού της.

Οι προβλέψεις λένε ότι η ανάπτυξη θα συνεχιστεί με 1,7% το 2019 και 1,9% το 2020, διαγράφοντας ανοδική πορεία, υπό την προϋπόθεση ότι οι πολιτικοί δεν θα χαλκεύσουν νέα δεσμά στη χώρα και ότι ο λαός της θα είναι προσγειωμένος και μετρημένος και δεν θα επαναλάβει τα λάθη που οδήγησαν τη χώρα στην εξαθλίωση.
ν

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΕΛΒΕΤΙΑΣ

Θα συγκρίνουμε την Ελλάδα με την Ελβετία, όχι γιατί έχουν ομοιότητα οι δύο οικονομίες, αλλά επειδή η Ελβετία είναι πιο κοντά στη χώρα μας από άποψη έκτασης και πληθυσμού.

Η ελληνική οικονομία στηρίζεται κατά βάση στον τομέα των υπηρεσιών (85%), λιγότερο στον βιομηχανικό τομέα (12%), και ακόμη πιο λίγο στον αγροτικό τομέα (3%).

Συγκριτικά, η οικονομία της Ελβετίας, του πλουσιότερου κράτους στον κόσμο (με κατά κεφαλήν εισόδημα 81.000 δολάρια ή 73.000 ευρώ το 2015), στηρίζεται κατά 71% στον τομέα των υπηρεσιών (τραπεζικές υπηρεσίες, ασφάλειες, τουρισμός), κατά 27,7% στον βιομηχανικό τομέα (φαρμακευτικά, χημικά, μεταλλευτικά και λοιπά προϊόντα) και κατά 1,3% στον αγροτικό τομέα.

Ωστόσο, αν και το 1,3% στον αγροτικό τομέα φαίνεται μικρό, η χώρα είναι αυτάρκης κατά 90% έως 100% σε πατάτες, λαχανικά, χοιρινό και μοσχαρίσιο κρέας και γαλακτοκομικά.

Ως προς τα άλλα είδη, η ελβετική γεωργία ικανοποιεί το 65% της εγχώριας ζήτησης τροφίμων.

Ο αγροτικός τομέας επιδοτείται κατά 70%, ενώ το ελβετικό κράτος δαπανά κάθε χρόνο περίπου 5,5% του ΑΕΠ (πάνω από 3,5 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα) για την υποστήριξη του τομέα παραγωγής τροφίμων επειδή είναι εξαγωγικός.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ελβετία έχει πολύ χαμηλό φορολογικό συντελεστή, πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος (34,7% σε σχέση με το 181% της Ελλάδας) και τον μικρότερο ΦΠΑ σε όλη την Ευρώπη: 8% στα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, 3,8% στον τουρισμό (διαμονή κτλ.) και 2,5% στα προϊόντα που καλύπτουν βασικές ανάγκες και αντικείμενα καθημερινής χρήσης.

Τέλος, η Ελβετία δαπανά κάθε χρόνο 18,5 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα (15 δισ. ευρώ) για την έρευνα και την ανάπτυξη. Πάνω από τα τρία τέταρτα αυτής της χρηματοδότησης προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα.
ν

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΧΩΡΩΝ

Η επιτυχία της Ελβετίας οφείλεται σε ορισμένους παράγοντες που απουσιάζουν από την Ελλάδα. Οι παράγοντες αυτοί είναι δύο: α) τα υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικά ιδρύματα και β) η πολιτική ουδετερότητα.

Σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι Ελβετοί δεν φανατίζονται και οι όποιες πολιτικές ή κοινωνικές διαφορές τους υποχωρούν μπροστά στο εθνικό συμφέρον και σβήνουν, ώστε επικρατεί ομόνοια και ομοψυχία, παρ’ όλο που είναι τέσσερις διαφορετικοί λαοί.

Στην Ελβετία δεν θα βρεις προδότες, άτομα που υπηρετούν ξένα συμφέροντα ή που στρέφονται κατά της χώρας τους. Δεν θα βρεις πολιτικούς πρόθυμους να εκχωρήσουν τη δημόσια περιουσία και την ανεξαρτησία της χώρας τους σε ξένους, προκειμένου να μείνουν λίγες μέρες ακόμη στην εξουσία. Δεν υπάρχουν «πολιτικοί έμποροι», άτομα φιλόδοξα με μόνο στόχο ζωής την επιδίωξη του cursus honorum (την σταδιοδρομία των τιμών) και την διάκριση μέσω της ανόδου στην εξουσία.

Ένας τέτοιος βίος, παρά την επιφανειακή του αίγλη, είναι κατά βάθος τόσο αρρωστημένος ώστε φέρνει την κοινωνία στο χείλος της πλήρους καταστροφής.

Κανείς δεν γνωρίζει το όνομα του προέδρου της ελβετικής συνομοσπονδίας, γιατί είναι ένας απλός δημόσιος λειτουργός και όχι κάποιο χαρισματικό τάχα άτομο που θα σώσει τη χώρα, όπως συμβαίνει με τους Έλληνες πολιτικούς.

Επίσης δεν υπάρχουν προπαγανδιστές ή πληρωμένοι δημοσιογράφοι.

Κάθε Ελβετός πολίτης υπηρετεί στο στρατό από τα είκοσι έως τα πενήντα του χρόνια. Κάθε χρόνο οι πολίτες περνούν από περιοδική εκπαίδευση στα νέα όπλα για 18 εβδομάδες (23 εβδομάδες για τις ειδικές δυνάμεις). Έτσι, η Ελβετία, αν και δεν απειλείται από κάποιο άλλο κράτος, μπορεί να παρατάξει άμεσα μια στρατιά 1.500.000 ετοιμοπόλεμων ανδρών συν 1.850.000 εφέδρους εξοπλισμένους με τα τελευταίου τύπου όπλα, άρματα μάχης, αεροπλάνα, πυραύλους, UAV κτλ.

Συνολικά, το στρατιωτικό προσωπικό της Ελβετίας αριθμεί 3.632.250 άνδρες. (Στα χαρτιά η Ελλάδα διαθέτει ένα εκατομμύριο περισσότερους, αλλά στην πράξη οι στρατιώτες μας όποτε κάνουν κοινές ασκήσεις με ξένους στρατιώτες ζητούν από αυτούς σφαίρες γιατί δεν έχουν. Παρόμοια, τα άρματα μάχης δεν έχουν βλήματα, τα υποβρύχια τορπίλες κτλ.).

Και να σκεφτεί κανείς ότι η πάνοπλη Ελβετία είναι ουδέτερη χώρα που έχει αποκηρύξει τον πόλεμο.
ν

Ελβετός πεζικάριος εξοπλισμένος με τυφέκιο SG 550, κατασκευασμένο ειδικά για τον ελβετικό στρατό. Πηγή: Wikimedia Commons
ν

Πέρα από το ετοιμοπόλεμο, το μεγάλο όπλο της Ελβετίας είναι η παιδεία. Η Ελβετία των 8,5 εκατομμυρίων κατοίκων έχει συνολικά 12 πανεπιστήμια, από τα οποία τα 8 καταλαμβάνουν στην παγκόσμια κατάταξη των Times τις θέσεις από 8 έως 150, με κορυφαία το Ομοσπονδιακό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Ζυρίχης (ETH), το μόνο μη αγγλοσαξωνικό πανεπιστήμιο που βρίσκεται μέσα στα δέκα πρώτα του κόσμου, και την Ομοσπονδιακή Πολυτεχνική Σχολή της Λωζάννης (EPFL) που βρίσκεται ανάμεσα στα τριάντα πρώτα. 

Το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Ζυρίχης ιδρύθηκε το 1855 και είναι καθιερωμένο ως ηγέτης στον επιστημονικό και τεχνικό τομέα, ενώ στο προσωπικό του υπάρχουν 21 καθηγητές που έχουν βραβευτεί με Νόμπελ.

Η Ελλάδα των 10,7 εκατομμυρίων κατοίκων έχει… 43 πανεπιστήμια (!) από τα οποία μόνο εννέα αναγνωρίζονται ως ανώτατα ιδρύματα στην αξιολόγηση των Times και από αυτά βαθμολογούνται μόνο τα επτά.

Το καλύτερο όλων, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, καταλαμβάνει την θέση 351, το Καποδιστριακό την 501, το Αριστοτέλειο με το Οικονομικό Αθηνών, το Ιωαννίνων και το Αιγαίου τη θέση 601, ενώ το Πάτρας τη θέση 801.

Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, που κλείνουν την εννεάδα, δεν περιλαμβάνονται καν ανάμεσα στα 1.000 πρώτα εκπαιδευτικά ιδρύματα του κόσμου. Τα υπόλοιπα 34 ελληνικά ιδρύματα θεωρούνται ως μη υπάρχοντα!
ν

Το Ομοσπονδιακό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Ζυρίχης (ETH). Η κατάταξη Times Higher Education Supplement και η κατάταξη The Shanghai / Economist World University Rankings τοποθετούν τη σχολή έκτη και πέμπτη στην Ευρώπη αντίστοιχα, καθώς και μεταξύ των 30 καλύτερων πανεπιστημίων διεθνώς. Πηγή: ΕΤΗ
ν

Σύγκρουση… ιδεών στην είσοδο του ιστορικού κτιρίου του Πολυτεχνείου στην οδό Στουρνάρη. Στον κατάλογο των Times, που περιλαμβάνει 1.000 ιδρύματα, το Πολυτεχνείο βρίσκεται εκτός… συναγωνισμού! Image: Supplied
ν

Γιατί αυτή η χαώδης διαφορά;

Η αιτία θα πρέπει κι εδώ να αναζητηθεί στην –κακώς εννοούμενη– πολιτική. Οι Έλληνες πολιτικοί, επίτηδες και σκοπίμως κρατούν την παιδεία υποβαθμισμένη και τον πυρσό του πνεύματος σβηστό, γιατί δεν θέλουν άτομα ολοκληρωμένα, αυτόνομα που θα μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, αλλά άτομα με ειδικές ανάγκες, εξαρτημένα από αυτούς σε όλη τους τη ζωή.

Γι’ αυτό, με πρόσχημα την οικονομική κρίση, έχουν φτωχοποιήσει μεγάλο μέρος των πολιτών, καθιστώντας τους αδρανείς και παθητικούς, στερώντας τους τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το να πιάσουν δουλειά, να δημιουργήσουν οικογένεια, να αναπτυχθούν και να προοδεύσουν.

Αν υπήρχε δικαιοσύνη, οι Έλληνες πολιτικοί των τελευταίων ετών μαζί με τους πάτρωνές τους θα έπρεπε να δικαστούν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Η παρεχόμενη παιδεία στην Ελλάδα, πέρα από το ότι δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς, ταιριάζει μάλλον σε δουλόφρονες, παρά σε ελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες.

Στα «ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα» καλλιεργείται ο διχασμός των νέων και ο χωρισμός τους σε αντίπαλες φατρίες και «πολιτικές ιδεολογίες», ώστε να μην μάθει ποτέ ο λαός να είναι ενωμένος. Η τακτική του «διαίρει και βασίλευε» που εφαρμόζουν οι πολιτικοί εκφυλίζει την πίεση που θα ασκούσε πάνω τους ο λαός αν ήταν ενωμένος προκειμένου να διορθώσουν τα κακώς κείμενα σε απλές προσωπικές χάρες ρουσφετολογικού χαρακτήρα.

Όλοι γνωρίζουμε πως ό,τι αξιόλογο πετυχαίνει ο Έλληνας το πετυχαίνει ατομικά με τη δική του θέληση και τις δικές του δυνάμεις, χωρίς καμιά υποστήριξη από την πολιτεία.

Αντίθετα, το ελληνικό κράτος του φέρεται μάλλον εχθρικά, φροντίζοντας πάντα να παρεμβάλλει εμπόδια σε όσους ξεχωρίζουν από τον μέσο όρο –στο δημιουργικό και καινοτόμο πνεύμα, στον νέο επιστήμονα, στον επιχειρηματία που θέλει να μεγαλουργήσει– αναγκάζοντάς τους έτσι να πάρουν το δρόμο της ξενιτιάς.
ν

 


Translate this post